Close

Γενικές Πληροφορίες

Γενικές Πληροφορίες

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) – διεθνώς Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD) – είναι μια από τις συχνότερες νευροβιολογικές διαταραχές της παιδικής ηλικίας στο 5-7% του μαθητικού πληθυσμού, η οποία παραμένει, κατά ένα σημαντικό ποσοστό, στο 2-5% της ενήλικης ζωής. Εμφανίζεται με ποσοστό συνήθως 3:1 υπέρ των αγοριών. Αρκετοί επιστήμονες, ωστόσο, πιστεύουν ότι η συχνότητα εμφάνισης είναι περίπου η ίδια και στα δυο φύλα, με τη διαφορά ότι τα κορίτσια συχνά δεν είναι υπερκινητικά και διαχειρίζονται καλύτερα τη διαταραχή τους, γι’ αυτό και η διάγνωση μπορεί να διαλάθει ή να γίνει αργότερα.

Παρόλο που πρόκειται για μια τόσο συχνή διαταραχή, η ΔΕΠΥ συνεχίζει να είναι ελάχιστα κατανοητή στην κοινότητα και να μην είναι αποδεκτή από όλες τις επιστημονικές και κοινωνικές ομάδες. Και ενώ είναι μια από τις πιο μελετημένες και τεκμηριωμένες παιδοψυχιατρικές διαταραχές παγκοσμίως, έχει συγχρόνως προκαλέσει τις περισσότερες συζητήσεις και εξακολουθεί να υποδιαγιγνώσκεται σε πολλές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Τα παιδιά με ΔΕΠΥ παρουσιάζονται στους ειδικούς συνήθως, μεταξύ 3 και 7 χρόνων. Η αναγνώριση του προβλήματος συμπίπτει, στις περισσότερες περιπτώσεις, με την ένταξη στο σχολείο, εξαιτίας των αυξημένων απαιτήσεων για συγκέντρωση της προσοχής, οργάνωση και συμμόρφωση στους κανόνες.

Τα χαρακτηριστικά (πυρηνικά) συμπτώματα της ΔΕΠΥ, δηλαδή η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα, θεωρούνται τόσο κοινά στην παιδική ηλικία, που συχνά η διάγνωση παραβλέπεται, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα προβλήματα που η ίδια η ΔΕΠΥ προκαλεί στη συμπεριφορά, όπως στην κοινωνική προσαρμογή ή στη σχολική απόδοση, αποδίδονται συχνά σε άλλους παράγοντες που μπορεί να συνυπάρχουν. Έτσι η ΔΕΠΥ παραμένει συχνά αδιάγνωστη ή εσφαλμένα διαγνωσμένη ενώ, ακόμη και όταν γίνεται η σωστή διάγνωση, δεν εφαρμόζεται πάντοτε ένα ολοκληρωμένο συνδυαστικό μοντέλο θεραπευτικών προσεγγίσεων που απαιτεί η αντιμετώπιση της.


Όπως συμβαίνει με αρκετά νοσήματα, η ακριβής αιτιολογία της ΔΕΠΥ δεν είναι απόλυτα σαφής. Καθώς όλο και περισσότερο οι επιστήμονες βρίσκουν ενδείξεις ότι προέρχεται από βιολογικές αιτίες, μέχρι σήμερα γνωρίζουμε τα εξής:

• Η ΔΕΠΥ είναι ως ένα βαθμό κληρονομική. Το 76% των παιδιών με ΔΕΠΥ έχουν συνήθως ένα συγγενή με αυτήν τη διαταραχή.

• Ο εγκέφαλος των παιδιών με ΔΕΠΥ παρουσιάζει διαφορές από εκείνον των συνομηλίκων τους στη δομή, το μεταβολισμό και τη λειτουργία συγκεκριμένων περιοχών.

Επιπλέον, η πρόωρη γέννηση, το κάπνισμα, η χρήση αλκοόλ και το υπερβολικό στρες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ο εγκεφαλικός τραυματισμός ή η έκθεση σε τοξικές ουσίες μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ΔΕΠΥ.

Είναι μύθος ότι η ελλιπής γονεϊκή φροντίδα μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση της ΔΕΠΥ, όμως πληθώρα οικογενειακών χαρακτηριστικων, π.χ. ασταθής δομή και δυσλειτουργία στην οικογένεια ή έλλειψη γονεϊκού ελέγχου, μπορεί να συμβάλλουν στην επιδείνωση της ΔΕΠΥ και στην εμφάνιση επιπλοκών στη συναισθηματική κατάσταση ή συμπεριφορά.


Τα κύρια συμπτώματα της διαταραχής, όπως ορίζονται από το βασικό σύστημα ταξινόμησης ψυχικών διαταραχών DSM-V, είναι η διάσπαση της προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα. Με βάση τα συμπτώματα που επικρατούν στα παιδιά σχολικής ηλικίας διακρίνουμε τρεις τύπους ΔΕΠΥ:

ΔΕΠΥ – τύπος Απροσεξίας

• δεν μπορεί να συγκεντρωθεί

• αποσπάται εύκολα από άσχετα ερεθίσματα

• δεν φαίνεται να ακούει

• δε δίνει σημασία στις λεπτομέρειες

• κάνει λάθη απροσεξίας

• δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες

• αποφεύγει εργασίες που απαιτούν συστηματική πνευματική προσπάθεια

• ξεχνά τις σχολικές εργασίες

• χάνει πράγματα και

• γενικά είναι ανοργάνωτος/η

Ο τύπος αυτός είναι συχνός σε παιδιά σχολικής ηλικίας, που μπορεί να μη γίνουν αντιληπτά επειδή δεν παρουσιάζουν διασπαστική συμπεριφορά. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι παιδιά που διαγνώστηκαν σε σχετικά μεγαλύτερη ηλικία, όταν είχαν ξεπεράσει τα προβλήματα υπερκινητικότητας που εμφανίζουν ως μικρότερα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι μια αμιγώς διαφορετική κατάσταση από τους άλλους τύπους της ΔΕΠΥ.

ΔΕΠΥ – τύπος Παρορμητικότητας/Υπερκινητικότητας

• δυσκολεύεται να παραμείνει καθισμένος/η

• κουνάει χέρια, πόδια, ή στριφογυρίζει στην καρέκλα

• κοιτά συνέχεια γύρω του και πειράζει τους άλλους

• σηκώνεται όταν δεν επιτρέπεται

• τρεχει και σκαρφαλώνει υπερβολικά

• δεν σκέφτεται πριν αντιδράσει

• απαντάει πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση

• μιλάει συνεχώς

• δυσκολεύεται να περιμένει τη σειρά του

• στα παιχνίδια δεν ακολουθεί κανόνες

• διακόπτει ή ενοχλεί τους άλλους

Ο τύπος αυτός είναι πιο συχνός σε παιδιά μικρότερης ηλικίας που παρουσιάζουν έντονα υπερκινητική και παρορμητική συμπεριφορά. Στα παιδιά αυτά, το πρόβλημα της συγκέντρωσης της προσοχής δεν είναι ιδιαιτέρως εμφανές, συχνά διότι δεν έχει αναδειχθεί, καθώς δεν έχουν ακόμα κληθεί να λειτουργήσουν σε σχολικό περιβάλλον.

ΔΕΠΥ – Συνδυαστικός τύπος

Είναι επίσης συνηθισμένος τύπος ΔΕΠΥ στα παιδιά και στους εφήβους όπου παρουσιάζεται συνδυασμός κάποιων από τα παραπάνω συμπτώματα, ήτοι απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητική συμπεριφορά.

Γενικά, το φάσμα των κλινικών συμπτωμάτων είναι ευρύ, γι αυτό και κανένα παιδί με ΔΕΠΥ δεν μοιάζει με κάποιο άλλο. Συνήθως, υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην ένταση των συμπτωμάτων και μάλιστα τέτοιες διακυμάνσεις μπορεί να παρατηρούνται στο ίδιο παιδί κατά την διάρκεια της ημέρας, ακόμη και από ώρα σε ώρα. Πάντως, για να δώσει ένας ειδικός τη διάγνωση της ΔΕΠΥ, τα ως άνω προβλήματα πρέπει να παρατηρούνται τόσο στο σπίτι, όσο και στο σχολείο και να προκαλούν σημαντική δυσκολία στην ακαδημαϊκή απόδοση και την κοινωνική συναναστροφή του παιδιού.

Συμβουλευτείτε την ενότητα Για γονείς, για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την παιδική ΔΕΠΥ.


Στους ενήλικες, τα πυρηνικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ, η απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά εκφράζονται διαφορετικά. Παράλληλα, η κλινική εικόνα περιπλέκεται λόγω της συχνής συνύπαρξης με άλλες ψυχιατρικές διαταραχές (συννοσηρότητα).

Οι ενήλικες βιώνουν την υπερκινητικότητα ως ένα εσωτερικό συναίσθημα ανησυχίας, αδυναμίας να ηρεμήσουν καθώς και με υπερβολική φλυαρία, ενώ η απροσεξία και η παρορμητικότητα τους ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό σε όλη τους τη ζωή. Έχουν περισσότερες πιθανότητες να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους, να απολυθούν από την εργασία τους και να έχουν κακές σχέσεις στην προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή. Εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα άγχους και κατάθλιψης, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυξημένο κίνδυνο κακής σωματικής υγείας, σοβαρών τροχαίων και άλλων ατυχημάτων, καθώς και εθισμό σε τηλεόραση, υπολογιστή, κάπνισμα, τζόγο, αλκοόλ και εξαρτησιογόνες ουσίες.

Επαγγελματικά προτιμούν δουλειές με κίνηση και δράση και ελκύονται από εκείνες που έχουν στοιχεία διέγερσης και κινδύνου, όπως επιχειρηματικές δραστηριότητες. Συχνά αλλάζουν επάγγελμα μέχρι να βρουν αυτό που τους ταιριάζει. Έχουν φτωχές οργανωτικές δεξιότητες και δυσκολεύονται στη διαχείριση τόσο των οικονομικών όσο και του χρόνου.

Όσον αφορά τέλος στην προσωπική τους ζωή, συχνά έχουν συζυγικά προβλήματα, ασταθείς σχέσεις, διαζύγια, κλπ.

Συμβουλευτείτε την ενότητα Για ενήλικες, για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη ΔΕΠΥ στους ενήλικες.


Η ΔΕΠΥ δεν εμφανίζεται συνήθως ως μεμονωμένη διαταραχή. Πολλά παιδιά με ΔΕΠΥ (65%) παρουσιάζουν μία ή και περισσότερες συνυπάρχουσες ψυχικές και αναπτυξιακές διαταραχές που συχνά περιπλέκονται με την εξέλιξη και τη θεραπεία της ίδιας της ΔΕΠΥ. Η επίπτωση της συννοσηρότητας στον ενήλικα είναι μεγαλύτερη (75%). Σύμφωνα με μελέτες, οι ενήλικες με ΔΕΠΥ παρουσιάζουν, κατά μέσον όρον, τρεις συννοσηρότητες.

Οι συχνότερες συννοσηρές καταστάσεις είναι οι εξής:

• ειδικές μαθησιακές διαταραχές (δυσλεξία, δυσορθογραφία,δυσαριθμησία)

• ειδικές αναπτυξιακές δυσκολίες (λόγου, συντονισμού των κινήσεων)

• διαταραχές εναντιωματικής συμπεριφοράς και διαγωγής

• διαταραχές άγχους

• διαταραχές συναισθήματος

• διαταραχές με συμπτώματα τικς (σ. Tourette), κ.α.

Τα παιδιά με ΔΕΠΥ, ιδιαίτερα εκείνα στα οποία η διαταραχή δεν έχει διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί, έχουν αρκετές δυσκολίες που εκδηλώνονται στο σχολικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον και συχνά οδηγούν στα εξής:

• χαμηλές επιδόσεις σε σχέση με το επίπεδο των γνωστικών ικανοτήτων και ακαδημαϊκή αποτυχία

• αυξημένο στρες, συναισθηματικές δυσκολίες και χαμηλή αυτοεκτίμηση

• επιθετική και διασπαστική συμπεριφορά ή προβλήματα διαγωγής

• περιορισμένη επαγγελματική παραγωγικότητα και προοπτικές

• απόρριψη από τους άλλους – δυσλειτουργικές κοινωνικές σχέσεις.

Η ΔΕΠΥ έχει συσχετιστεί με παραβατικότητα στην ενήλικη ζωή, ιδίως όταν υπάρχει συννοσηρή διαταραχή της διαγωγής στην παιδική ηλικία ή κατάχρηση ουσιών και αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας στην ενήλικο ζωή.


Η διάγνωση της ΔΕΠΥ αποτελεί δύσκολο εγχείρημα για τον κλινικό, παρόλο που υπάρχουν σχετικά σαφείς οδηγίες και διεθνώς αναγνωρισμένα διαγνωστικά κριτήρια. Ο λόγος είναι ότι, πολλά από τα συμπτώματα που συμπεριλαμβάνονται στα διαγνωστικά κριτήρια της διαταραχής συμπίπτουν με εκείνα των συνυπάρχουσων διαταραχών και αποτελούν τροχοπέδη στη διαγνωστική διαδικασία. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της ετερογένειας των συμπτωμάτων της ΔΕΠΥ, η διάγνωση της πρέπει να γίνεται όσο το δυνατόν πιο έγκαιρα και μόνον από εξειδικευμένη παιδοψυχιατρική διεπιστημονική ομάδα σε συνεργασία με την οικογένεια και τους εκπαιδευτικούς για να συνεκτιμηθούν όλες οι παράμετροι συμπεριφοράς του παιδιού, οι ιδιαιτερότητες του περιβάλλοντος του και οι συνυπάρχουσες καταστάσεις που μπορεί να σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ ή να είναι αποτέλεσμα αυτής.

Η κλινική εικόνα της ΔΕΠΥ ποικίλλει ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο του ατόμου. Η προσχολική ηλικία (3–5 ετών) χαρακτηρίζεται από υπερβολική σωματική δραστηριότητα, δυσκολία στη συνεργασία με τα συνομήλικα παιδιά και μη συμμόρφωση στις υποδείξεις των ενηλίκων.

Στη σχολική ηλικία (6–12 ετών), εκτός από τα πυρηνικά συμπτώματα της διαταραχής, δηλαδή απροσεξία, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα, συχνά εμφανίζονται εναντιωματική συμπεριφορά, συγκρούσεις με συνομηλίκους και προβλήματα στο σχολείο.

Στην εφηβεία μειώνεται η υπερδραστηριότητα, συνεχίζουν οι συγκρούσεις στο σπίτι και στο σχολείο και εμφανίζονται συχνά συμπεριφορές υψηλού κινδύνου.

Στους ενήλικες συνήθως μειώνεται σημαντικά η έντονη σωματική κινητικότητα, αλλά παραμένουν η απροσεξία και η παρορμητικότητα και γενικά οι επιπτώσεις και η δυσλειτουργία που προκαλεί η διαταραχή.

Σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, για να γίνει διάγνωση της ΔΕΠΥ σε παιδιά ή εφήβους θα πρέπει 6 τουλάχιστον από τα πυρηνικά συμπτώματα της διαταραχής, που περιγράφονται στα ταξινομικά συστήματα, να έχουν εμφανιστεί πριν το 12ο έτος και να έχουν διάρκεια τουλάχιστον 6 μηνών, να μην αντιστοιχούν στο αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού και να προκαλούν σημαντική έκπτωση στη λειτουργικότητα του σε δύο ή περισσότερα πλαίσια, όπως το σχολείο και το σπίτι.

Η διάγνωση της ΔΕΠΥ σε ενήλικες είναι αρκετά πολύπλοκη διαδικασία που απαιτεί εξειδικευμένη μεθοδολογία και, δυστυχώς, η εμπειρία της Ψυχιατρικής στον τομέα αυτόν καθώς και στις θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπισή της είναι ακόμη περιορισμένη. Η τεκμηρίωση ότι η διαταραχή άρχισε στην παιδική ηλικία και η κατά κανόνα συνύπαρξη πολλών συννοσηρών καταστάσεων της παιδικής και της ενήλικης ζωής, αποτελούν τα ισχυρότερα εμπόδια για τη σωστή κλινική διάγνωση της διαταραχής.


Στην Ελλάδα είναι εγκεκριμένα από τον ΕΟΦ δύο είδη φαρμάκων για τη ΔΕΠΥ: η Μεθυλφαινιδάτη και η Ατομοξετίνη. Τα φάρμακα αυτά βοηθούν στη βελτίωση των συμπτωμάτων και δρουν συνεργικά με τη ψυχοθεραπεία. Βελτιώνουν τα πυρηνικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ και βοηθούν σε άλλα δευτερογενή προβλήματα, όπως είναι η παρορμητικότητα, οι εκρήξεις θυμού, οι συναισθηματικές διακυμάνσεις. Οι επιδράσεις της στοχευμένης θεραπείας επεκτείνονται και στην έμμεση βελτίωση της αυτοεκτίμησης και των σχολικών επιδόσεων οδηγώντας έτσι στη βελτίωση των σχέσεων στο σχολείο και στο σπίτι.

Η Μεθυλφαινιδάτη, γνωστή ως ένας διεγέρτης του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, κυκλοφορεί σε μια σειρά από διαφορετικά εμπορικά ονόματα και είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠΥ. Παρόλο που ακούγεται παράδοξη η χρήση νευροδιεγέρτη σε διαταραχή υπερκινητικότητας, φαίνεται ότι διεγείρει ένα μέρος του εγκεφάλου που μεταβάλλει τις ψυχικές και συμπεριφορικές αντιδράσεις του θεραπευόμενου. Η δράση της ξεκινά σχεδόν αμέσως μετά την λήψη. Διαρκεί συνήθως μέχρι 4 ώρες για το σκεύασμα βραχείας δράσης και ως 12 ώρες για το σκεύασμα αργής αποδέσμευσης.

Η Ατομοξετίνη δρα διαφορετικά από την Μεθυλφαινιδάτη. Είναι ένας επιλεκτικός αναστολέας επαναπρόσληψης της Νοραδρεναλίνης και αυξάνει την ποσότητα αυτής της πρωτεΐνης στον εγκέφαλο. Η Νοραδρεναλίνη στον εγκέφαλο δρά ως Νευροδιαβιβαστής, δηλαδη είναι μια ουσία που χρειάζεται για να περνούν μηνύματα μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων, και η αυξηση της συγκέντρωσης της, με τη βοήθεια της Ατομοξετινης, συντελεί στη βελτίωση της συγκέντρωσης και του αυτοελέγχου. Η Ατομοξετίνη ξεκινά να δρά επειτα από 20 μέρες συνεχής πρόσληψης, όταν δηλαδή έχουν δημιουργηθεί τα απαραίτητα επίπεδα Νορεπινεφρίνης στον οργανισμό, λαμβάνεται καθημερινά και η δράση της διαρκεί περισσότερο.

Οι θετικές επιδράσεις όλων των σκευασμάτων έχουν τεκμηριωθεί από πολλές μελέτες σε παιδιά, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός μελετών αποδεικνύει παρόμοια αποτελέσματα και στους ενήλικες.

Συνήθως η θεραπεία ξεκινά με μικρότερες δόσεις, οι οποίες στη συνέχεια αυξάνονται σταδιακά, σύμφωνα με τις υποδείξεις του παιδοψυχιάτρου που παρακολουθεί το παιδί ή του ψυχιάτρου για τον ενήλικα.

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής είναι συνήθως ήπιες και παροδικές και περιλαμβάνουν κεφαλαλγία, μειωμένη όρεξη, αίσθημα παλμών, εκνευρισμό, ξηροστομία καθώς και δυσκολία στον ύπνο, κ.α. Συνήθως διαρκούν μια εβδομάδα και αποφεύγονται όταν ακολουθούνται οι οδηγίες των γιατρών για σταδιακή αύξηση της δοσολογίας. Πάντα υφίσταται ο πλήρης αιματολογικός, βιοχημικός και καρδιολογικός έλεγχος πριν την έναρξη χορήγησης αγωγής σε παιδιά και σε ενήλικες.

Γενικά όμως, όπως συμβαίνει με όλα τα φαρμακευτικά σκευάσματα, κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής, τα άτομα με ΔΕΠΥ θα πρέπει να είναι σε παρακολούθηση από το γιατρό τους. Έχει αποδειχθεί από μελέτες ότι τα οφέλη της φαρμακευτικής θεραπείας είναι πολλαπλάσια όταν συνδυάζεται με ψυχοθεραπευτική υποστήριξη των παιδιών και των γονεων. Έχουν αναπτυχθεί πολλά και διαφορετικά μοντέλα θεραπευτικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις ηλικιακές ομάδες.


Υπάρχει μια ποικιλία ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων που χρησιμοποιούνται από τους ψυχιάτρους και τους ψυχολόγους. Αυτή που επιλέγεται σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από τον πάσχοντα και τα συμπτώματα που αυτός παρουσιάζει (εξατομίκευση). Οι προσεγγίσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν την ψυχοθεραπεία, τη θεραπεία μέσω της γνωστικής συμπεριφοράς, την ανάπτυξη των κοινωνικών δεξιοτήτων, κλπ.

Υπάρχουν διαφόρων ειδών ψυχοθεραπείες, θεωρίες και μέθοδοι. Η Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική θεραπεία είναι μια από τις πιο διαδεδομένες για τη ΔΕΠΥ. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα μιας ψυχοθεραπείας, ανεξαρτήτως μοντέλου, εξαρτάται από τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στο θεραπευτή και στο θεραπευόμενο, και φυσικά από την εμπειρία του θεραπευτή πάνω στη ΔΕΠΥ.

Η ψυχοθεραπεία λειτουργεί επουλωτικά, και βοηθάει το άτομο να δει τον εαυτό του υπό το πρίσμα της ΔΕΠΥ και όχι, όπως παλαιότερα, ως ένοχο (τεμπέλη/ εγωκεντρικό/ κακομαθημένο/ χαζό) για όλα όσα του συνέβαιναν. Με γνώμονα πια την κατανόηση της πηγής των προβλημάτων του, μειώνονται οι άμυνες του. Οι δικαιολογίες, η άρνηση και η αναβλητικότητα μετατρέπονται σε εξηγήσεις και στρατηγικές αντιμετώπισης των δυσκολιών του. Η αυτοπεποίθησή του ενισχύεται, καθώς αρχίζει να βάζει και συχνά να κατακτά ρεαλιστικούς στόχους. Βλέπει πιο καθαρά και αποδέχεται τα ελλείμματα και τις αδυναμίες του. Δουλεύει τις πιθανές εξαρτήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, σεξ), που συχνά συνοδεύουν τη ΔΕΠΥ, καθώς και τις σχέσεις του με την/τον σύντροφο και την οικογένεια.

Η Γνωσιακή – Συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία είναι ένα είδος ψυχοθεραπείας, που στοχεύει στο να βοηθήσει το άτομο με ΔΕΠΥ να αναπτύξει δικούς του τρόπους επίλυσης προβλημάτων και να αποκτήσει αυτοέλεγχο. Έχει ένα συμβουλευτικό και συνεργατικό χαρακτήρα και διευκολύνει το θεραπευόμενο να εκπαιδευτεί στην αυτοκαθοδήγηση, στη βελτίωση των δεξιοτήτων διαχείρισης προβλημάτων, στην αντιμετώπιση του άγχους, κλπ.

Πρόκειται για παρέμβαση στην οικογένεια και ψυχολογική υποστήριξη των μελών της από ειδικούς. Εστιάζεται στην αναγνώριση των δυσκολιών που προκαλεί η διαταραχή αλλά και στην αξιοποίηση στρατηγικών, οι οποίες με τη σειρά τους θα συμβάλλουν στη βελτίωση της ενδοοικογενειακής λειτουργίας και στην ελαχιστοποίηση ή και απάλειψη των αρνητικών συναισθημάτων και συγκρούσεων.


Η Υποστηρικτική Καθοδήγηση (Coaching) δεν είναι μια θεραπευτική διαδικασία. Πρόκειται για μια συνεργασία μεταξύ ενός «προπονητή (coach)» και του «πελάτη» μέσω μίας δημιουργικής διαδικασίας που εμπνέει το άτομο με ΔΕΠΥ να μεγιστοποιήσει την προσωπική και επαγγελματική του δυναμική.

Ένα προσεκτικά δομημένο πρόγραμμα υποστηρικτικής καθοδήγησης μπορεί να στοχεύει, ανάλογα με τις ανάγκες του ατόμου, στην αποδοχή της διαταραχής, στην κατάλληλη διαχείριση του χρόνου και των οικονομικών, στην εκπαίδευση του τρόπου υιοθέτησης και ολοκλήρωσης στόχων, στον περιορισμό των δραστηριοτήτων σε «μία τη φορά», στην οργάνωση οικιακών και εργασιακών θεμάτων, καθώς και στην κατανόηση συναισθηματικών αντιδράσεων που σχετίζονται με τη ΔΕΠΥ.

Σε αντίθεση με τις θεραπευτικές παρεμβάσεις, όπου ο επαγγελματίας ψυχικής υγείας δίνει ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό και καθορίζει το θεραπευτικό πρόγραμμα, στην υποστηρικτική καθοδήγηση ο coach και ο πελάτης συμφωνούν μεταξύ τους για το ποια προσέγγιση θα μπορούσε να λειτουργήσει καλύτερα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία το άτομο με ΔΕΠΥ εκπαιδεύεται: κατανοεί τις επιπτώσεις της διαταραχής στην εκάστοτε συμπεριφορά του, αποκτά κίνητρα και συμμετέχει ενεργά στην επιλογή στρατηγικών που εξυπηρετούν τις ανάγκες του και βελτιώνουν την καθημερινότητά του. Το coaching δυστυχώς δεν έχει αναπτυχθεί ακόμη στην Ελλάδα με την έννοια που είναι ευρέως γνωστό στο εξωτερικό.

Η ΔΕΠΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΩΡΟ. Είναι μια χρόνια διαταραχή που δυσκολεύει τη ζωή του ατόμου και του περιβάλλοντος του, είναι όμως κάτι που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με την κατάλληλη υποστήριξη και καθοδήγηση. Ωστόσο, η αντιμετώπιση είναι αναγκαστικά πολυεπίπεδη και σύνθετη, ξεκινάει από το ίδιο το άτομο με την αναγνώριση του προβλήματος και πολύ συχνά καταλήγει σε μια πολύ καλύτερη και ενδεχομένως επιτυχημένη ζωή.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο, μεταφρασμένο από την Ελληνική Εταιρεία για τις Νευροεπιστήμες, την Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της ΔΕΠΥ , την Πανελλήνια Ένωση Βιοεπιστημόνων και το Ίδρυμα Ευγενίδου.

Κοινοποίηση
    wpChatIcon
    Μετάβαση στο περιεχόμενο