Η συνύπαρξη της ΔΕΠΥ με τις μαθησιακές δυσκολίες
«Ο Ιάσωνας είναι ένας μικροκαμωμένος αλλά ευφυέστατος μαθητής της β’ γυμνασίου. Έχει λίγους, αλλά καλούς φίλους και συνηθίζει να ασχολείται με κατασκευές και «πατέντες», όπως τις αποκαλεί. Οι συμμαθητές του τον περιγράφουν με τις εξής γλαφυρές λέξεις: εσωστρεφής, πρακτικός, εξυπνάκιας, έντονα κινητικός, ξεχασιάρης, νευρικός, συχνά βρίσκεται στον κόσμο του. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος, είτε συνηθίζει να χάνεται στις σκέψεις του και να ταξιδεύει μακριά από τα τεκταινόμενα της τάξης, είτε να είναι ανήσυχος και να ασχολείται με τις «πατέντες» του. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην κρατάει τις απαραίτητες σημειώσεις του μαθήματος, να μη γνωρίζει ποιες είναι οι ασκήσεις που έχει για την επόμενη μέρα και να μένει έκπληκτος όταν αντικρύζει τα διαγωνίσματα του τριμήνου. Χειρότερες στιγμές του είναι όταν πρέπει να αντιγράψει μια άσκηση από τον πίνακα και όταν η φιλόλογος του διαβάζει αυτά τα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα, που κατ’ αυτόν δεν έχουν τέλος. Συχνά, οι καθηγητές του προσπαθούν να τον επαναφέρουν στη μαθησιακή διαδικασία και να του επισημάνουν ότι δεν χρειάζεται να ψάχνει συνέχεια αφορμές για να πηγαίνει στην τουαλέτα. Ακόμα, κρατάει ανελλιπώς κάτι στα χέρια του, με το οποίο ασχολείται σχεδόν όλη την μαθησιακή ώρα, και τρέχει σα σίφουνας στην αυλή με το που ακούει το κουδούνι για το διάλειμμα. Οι δάσκαλοι και οι γονείς του προβληματίζονταν για το πώς ένα τόσο έξυπνο αγόρι εμφανίζει τόσο κακή σχολική επίδοση. Η μητέρα του, μετά από αρκετή αγωνία και ταλαιπωρία, πήρε, περίπου στα μέσα της α’ γυμνασίου, τη γνωμάτευση του Ιάσονα από το οικείο ΚΕ.Δ.Δ.Υ…Η ετυμηγορία της διάγνωσης ήταν Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/ Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ) και Ειδική Μαθησιακή Δυσκολία. “Δηλαδή;” αναρωτήθηκε η μητέρα του. “Έχει και τα δύο ταυτόχρονα; Είναι δυνατόν αυτό; Τελικά θα μπορούσε ο ευφυής Ιάσονας να πετύχει τις σχολικές του προσδοκίες;“
Τα πρωτογενή συμπτώματα της ΔΕΠΥ, όπως η παρορμητικότητα, η απόσπαση προσοχής και η υπερκινητικότητα, εμφανίζουν διαβαθμίσεις ως προς τη σοβαρότητά τους, από άτομο σε άτομο, και ως προς την έκφρασή τους, κατά την περίοδο της ανάπτυξης. Η ενδεχόμενη εμφάνιση δευτερογενών προβλημάτων ή η συννοσηρότητα της ΔΕΠΥ με κάποια άλλη διαταραχή είναι δυνατό να επηρεάσει σε μεγαλύτερο βαθμό την εξέλιξη του παιδιού σε σχέση με τα πρωτογενή συμπτώματα της διαταραχής (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2009).
Εικόνα 1: ΔΕΠΥ & Μαθησιακές Δυσκολίες
Έρευνες φανερώνουν ότι, σε ένα μεγάλο ποσοστό, τα παιδιά με ΔΕΠΥ αντιμετωπίζουν Μαθησιακές Δυσκολίες και τα παιδιά με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες, (π.χ Δυσλεξία, Δυσορθογραφία, Δυσγραφία κ.α) εμφανίζουν αρκετά συχνά Διάσπαση Προσοχής και Υπερκινητικότητα. Το National Institute of Mental Health σημειώνει ότι το 20% με 30% των παιδιών με ΔΕΠΥ έχουν συννοσηρότητα με Μαθησιακές Δυσκολίες. Επιπλέον, σε έρευνα που διεξήχθη στις Η.Π.Α, διαπιστώθηκε ότι 71% των παιδιών με ΔΕΠΥ παρουσίαζε και μαθησιακές δυσκολίες. Η ανωτέρω έρευνα μελέτησε 949 παιδιά, ηλικίας από 6 έως 16 ετών, με αναπτυξιακές διαταραχές. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της έρευνας φανέρωσαν ότι το 63% των παιδιών αντιμετώπιζε δυσκολίες στη γραπτή έκφραση. Ακόμα, το 26% παρουσίασε δυσκολίες στα μαθηματικά και τέλος το 33% δυσκολίες στην ανάγνωση (Mayes & Calhoun, 2006). Άλλη μια έρευνα, που έλαβε χώρα σε Ελληνική πόλη με δείγμα 29 μαθητών Α’ & Β’ δημοτικού με ΔΕΠΥ, έδειξε ότι το 75,9% των προαναφερόμενων μαθητών δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της τάξης τους και μάλιστα το 50% αυτών παρουσίασαν χαμηλές έως κακές σχολικές επιδόσεις (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002). Επιπρόσθετα, οι Loe & Feldman (2007) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά με ΔΕΠΥ συχνά λαμβάνουν χαμηλότερους βαθμούς σε σχέση με τους συνομήλικους τους, έχουν χαμηλότερες επιδόσεις στα διαγωνίσματα και τέλος παραπέμπονται συχνότερα σε υπηρεσίες Ειδικής Αγωγής. Λαμβάνοντας υπόψη τα ερευνητικά δεδομένα αλλά και τις βιβλιογραφικές αναφορές, κατανοούμε ότι η συνύπαρξη των μαθησιακών δυσκολιών είναι ιδιαίτερα αυξημένη στις περιπτώσεις των παιδιών με ΔΕΠΥ. Μάλιστα, η γεμάτη εμπόδια πορεία των παιδιών με ΔΕΠΥ στο σχολείο καθορίζει σημαντικά την εξέλιξή τους στην ενηλικίωση. Προς ενίσχυση του επιχειρήματος, θα αναφέρουμε ότι έρευνες κατέδειξαν το γεγονός ότι, οι μαθησιακές δυσκολίες που συνυπάρχουν στα παιδιά με ΔΕΠΥ συχνά οδηγούν σε δυσκολίες στην ενήλικη ζωή, τόσο στο επαγγελματικό τομέα, όσο και στις κοινωνικές σχέσεις (Weiss & Hetchman, 1993).
Ο προβληματισμός έγκειται στο πλαίσιο της εμφάνισης των μαθησιακών δυσκολιών στο παιδί με ΔΕΠΥ, καθώς εντοπίζεται ως ένα αναπάντεχο πρόβλημα για εκείνο και την οικογένεια του, δεδομένου του φυσιολογικού έως και υψηλού νοητικού δυναμικού του παιδιού. Απόρροια αυτού του προβλήματος αποτελεί το γεγονός, ότι ένα σημαντικό ποσοστό γονέων με παιδί με ΔΕΠΥ απευθύνεται σε ειδικούς για αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών κατά την περίοδο της σχολικής ηλικίας των παιδιών τους. Όχι μόνο η αύξηση των απαιτήσεων κατά τη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο, αλλά και η συνεχόμενη εμφάνιση συμπτωμάτων, που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν πλέον, καθιστούν σαφείς ορισμένες δυσκολίες, οι οποίες εμποδίζουν την ομαλή προσαρμογή του παιδιού στο σχολικό περιβάλλον. Συνήθως οι μαθησιακές δυσκολίες, που δεν δικαιολογούνται ούτε από τις προσπάθειες που καταβάλλει ο μαθητής, αλλά ούτε και από το νοητικό του δυναμικό, σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα της χαμηλής σχολικής επίδοσης, κινητοποιεί άμεσα τους γονείς και τους ωθεί στην αναζήτηση βοήθειας για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Αναλυτικά, στο νηπιαγωγείο οι προαναφερόμενες δυσκολίες εμφανίζονται ως δυσκολία κατανόησης συγκεκριμένων ήχων ή λέξεων, καθώς και ως δυσκολία γενικότερης έκφρασης. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο της σχολικής ηλικίας, ενδεχομένως να παρουσιαστούν δυσκολίες στην ανάγνωση, στη γραφή και στα μαθηματικά. Συγκεκριμένα, οι μαθητές με ΔΕΠΥ, κατά τη σχολική ηλικία, όχι μόνο δυσκολεύονται να εκλάβουν τη μαθησιακή διαδικασία με τον ίδιο τρόπο που τη λαμβάνουν οι συμμαθητές τους, αλλά ταυτόχρονα η διάσπαση της προσοχής τους εμποδίζει να συγκεντρωθούν μέσα στην τάξη, στο βαθμό βέβαια που μπορούν να προσέξουν και οι υπόλοιποι μαθητές. Ο θόρυβος, η κίνηση, οι έντονες μυρωδιές γύρω τους ή ακόμα η περιπλάνηση της σκέψης τους μακριά από το πλαίσιο της τάξης μπορούν εύκολα να τους αποσπάσουν την προσοχή, με συνέπεια, συχνά, να χάνουν σημαντικές πληροφορίες ή οδηγίες από τη μαθησιακή διαδικασία. Ακόμα, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι, πολλοί από αυτούς τους μαθητές έχουν άσχημο γραφικό χαρακτήρα, καθώς γράφουν γρήγορα, δυσανάγνωστα και με έλλειψη τήρησης των ορίων λέξης και τοποθέτησης στο χαρτί. Αρκετές φορές, οι καθηγητές δυσκολεύονται να αναγνώσουν τις εργασίες τους, οι οποίες τους φαντάζουν πρόχειρες, «τσαπατσούλικες» και σύντομες. Αυτό έχει ως συνέπεια να λαμβάνουν χαμηλούς βαθμούς και να υπόκεινται σε παρατηρήσεις και αρνητικό σχολιασμό (Munden & Arcelus, 2009).
Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι μια από τις πιο συχνές Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες που συνυπάρχουν με τη ΔΕΠΥ είναι η Δυσλεξία. Οι δυσκολίες στο διάβασμα και στη γραφή τείνουν να επηρεάζουν το 8% των παιδιών με ΔΕΠΥ, τα οποία φοιτούν στις τάξεις του Δημοτικού. Σαφέστατα οι μειωμένες αναγνωστικές ικανότητες των παιδιών, που συνυπάρχουν με τις ανωτέρω δυσκολίες, είναι συχνά εμφανείς από την αρχή της σχολικής πορείας αυτών, έτσι λοιπόν, αναπόφευκτα, επηρεάζεται η περαιτέρω ακαδημαϊκή τους επίδοση. Ερευνητικά αποτελέσματα έχουν επιβεβαιώσει ότι, στις περιπτώσεις που συνυπάρχουν η ΔΕΠΥ με τη Δυσλεξία, τα δευτερογενή προβλήματα, όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτο-συναίσθημα καθώς και η σχολική απόσυρση, αποτελούν συνηθέστερο φαινόμενο σε σχέση με τα παιδιά που διαγιγνώσκονται μόνο με ΔΕΠΥ (Willcutt & Pennington, 2000).
Εικόνα 2: Συννοσηρότητα ΔΕΠ-Υ & Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών
Ωστόσο, εκτός από τον σκόπελο της διάγνωσης, το επόμενο και πιο σπουδαίο βήμα για τη μαθησιακή πορεία του παιδιού είναι η εύρεση του ορθού τρόπου αντιμετώπισης των δυσκολιών, ώστε να επέλθει η σχολική επιτυχία και κατ’ επέκταση η πραγματοποίηση των μαθησιακών του στόχων. Οι ειδικοί συμφωνούν με το ότι, αμέσως μετά την αξιολόγηση και διάγνωση του παιδιού, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα πολυπαραγοντικό σχέδιο δράσης, το οποίο πρέπει να έχει στοχευμένη παρέμβαση και ενεργή υποστήριξη από τα μέλη που θα λάβουν μέρος στο πρόγραμμα παρέμβασης (Kutcher, 2005).
Ειδικότερα, τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες ωφελούνται από ειδικές οδηγίες που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των αδυναμιών τους με ένα συστηματικό τρόπο. Είναι απαραίτητο λοιπόν να δημιουργηθεί ένα Εξατομικευμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα (ΕΕΠ), με καθορισμένους βραχυπρόσθεσμους/μακροπρόθεσμους στόχους και χρονοδιάγραμμα επίτευξης, ώστε να ανταποκρίνεται στις μαθησιακές ανάγκες του συγκεκριμένου παιδιού (Shaywitz, 2003). Επιπλέον, οι παρεμβάσεις σε παιδιά με ΔΕΠΥ θα πρέπει να περιλαμβάνουν στοχευμένες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, διαχείριση θετικής συμπεριφοράς και αν κρίνεται αναγκαίο, από τον αρμόδιο παιδοψυχίατρο, χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής. Αναλυτικότερα, η διαχείριση συμπεριφοράς στο σπίτι και στο σχολείο θα πρέπει να εστιάζει στη δομή, στην οργάνωση και στην ενίσχυση θετικών συμπεριφορών και συνάμα πρέπει να αποφεύγεται η επιβολή τιμωριών (Reif, 2005).
Συνολικά, θα υπογραμμίζαμε ότι το «κλειδί» για μακροπρόθεσμη επιτυχία του παιδιού με ΔΕΠΥ και Μαθησιακές Δυσκολίες είναι η θετική συμπεριφορά και προσέγγιση, καθώς και η έμφαση στα δυνατά σημεία / ταλέντα του παιδιού. Τόσο οι γονείς, όσο και οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να προωθούν μια προσέγγιση που εστιάζει στην ευελιξία και στη λύση προβλημάτων, ώστε να ανταποκριθούν τα παιδιά στις προκλήσεις της ζωής. Είναι σημαντικό να παρέχονται στα παιδιά ευκαιρίες να διαχειρίζονται εναλλακτικούς τρόπους επίτευξης στόχων, να αναπτύσσουν τα ταλέντα τους και να χρησιμοποιούν τις ικανότητες τους για να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους. Ένα παιδί δεν είναι αποδεκτό να περιορίζεται από τη διαφορετικότητα του στη μάθηση, στην προσοχή και στην κινητικότητα του, αλλά θα πρέπει να ενισχύεται για να χρησιμοποιεί αυτές τις διαφορετικές δυνατότητές του.
Αντί επιλόγου, θα απαντούσαμε στην ερώτηση της μαμάς του Ιάσονα που αναφέραμε στην αρχή: «Ναι, θα μπορούσε ο Ιάσωνας να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του και να πετύχει τους σχολικούς του στόχους!», όμως, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι για να κατορθωθεί αυτό, χρειάζεται ένα μακροχρόνιο σχέδιο και συνεχόμενη προσπάθεια τόσο από το μέρος του μαθητή, όσο και από τους γονείς του. Με άλλα λόγια, αυτά τα παιδιά μπορούν να γίνουν άκρως επιτυχημένοι ενήλικες και επαγγελματίες, αρκεί να συνεχίζουν αδιάκοπα και συστηματικά να διαχειρίζονται τις δυσκολίες τους. Εξάλλου, εμείς οι ενήλικες έχουμε πολλά να μάθουμε από ένα παιδί, που, παρά τις αντιξοότητες που του παρουσιάζονται, μεγαλώνει παλεύοντας να πετύχει τους στόχους του.
Σκαναβή Εύα, Φιλόλογος Ειδικής Αγωγής, M.A, M.S
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2012) Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα: Θεωρητικές Προσεγγίσεις και θεραπευτική Αντιμετώπιση, Αθήνα: Gutenberg.
- Mayes, S.D. & Calhoun, S.L. (2006) Frequency of reading, math and writing disabilities in children with clinical disorders: Learning and Individual Differences, 16, p.145-157
- Munden, A. (2009) The ADHD Handbook: A Quide for Parents and Professionals on Attention Deficit/Hyperctivity Disorder. London: Jessica Kingsley Publishers.
- Kutcher, M.L. (2005) Kids in Syndrome Mix of ADHD, LD, Asperger’s, Tourette’s, Bipolar and More. London: Jessica Kingsley Publishers.
- Reif, S. (2005) How to Reach and Teach ADD/ADHD Students: Practical Techniques, Strategies, and Interventions for Helping Children with Attention Problems and Hyperactivity Revised. San Francisco: Jossey-Bass.
- Shaywitz S. (2003) Overcoming Dyslexia: A New and Complete Science-Based Program for Reading Problems at Any Level MD New York: Alfred A. Knopf.
- Weiss, G. & Hetchman, L. (1993) Hyperactive Children Grown Up. New York: Guilford Press.
- Willcutt, E.G. & Pennington, B.F.(2000) Comorbidity of reading disability and attention-defivit/hyperactivity disorder: differences by gender and subtype. Journal of Learning Disabilities. 33, p.179-191.